Ο φαύλος κύκλος ύφεσης-χρέους συνεχίζεται ως πολιτική επιλογή μιας χρεοκοπημένης κυβέρνησης που δεν διαπραγματεύεται, αλλά άγεται και φέρεται από τους υπάλληλους της Τρόικας, προκειμένου να εξυπηρετείται ένα δημόσιο χρέος που είναι ύποπτο διότι δεν έχει ελεγχθεί και ειδεχθές διότι δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί.
Υπό αυτό το πρίσμα, της παταγώδους αποτυχίας του λεγόμενου ελληνικού προγράμματος διάσωσης τόσο στη σύλληψη όσο και στην εκτέλεσή του, επανέρχονται εντονότερα στο προσκήνιο και οι συζητήσεις για επιστροφή σε εθνικό νόμισμα.
Το ερώτημα ευρώ ή εθνικό νόμισμα προτάσσεται ως ένα από τα κυρίαρχα διλήμματα που θα έπρεπε να απασχολούν τη σημερινή κοινωνία. Είναι όμως αυτό το πραγματικό δίλημμα στο οποίο οφείλομε να δώσομε απάντηση? Μπορεί όντως η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα να αποτελέσει το σωτήριο εργαλείο οικονομικής πολιτικής το οποίο θα μας έβγαζε, όχι βέβαια από το ηθικό και κοινωνικοπολιτικό, αλλά τουλάχιστον από το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο, ως κοινωνία έχουμε περιέλθει?
Όσοι έχουν στοιχειώδεις γνώσεις μακροοικονομικής, δυστυχώς θα συμφωνήσουν ότι στα πλαίσια μιας κοινωνίας και μιας οικονομίας που ούτε θέλει αλλά ούτε και μπορεί να περιχαρακωθεί, τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής που δίνει η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα μόνο βραχυπρόθεσμα μπορούν να είναι αποτελεσματικά. Σε μέσο ή μακροπρόθεσμο ορίζοντα, εργαλεία όπως αυτό της αύξησης της προσφοράς χρήματος, από μόνα τους δεν επαρκούν για να δημιουργήσουν ικανούς όρους ανάκαμψης, πόσο μάλλον σε ένα περιβάλλον παρατεταμένης παγκόσμιας κρίσης.
Με δεδομένη την σημερινή εικόνα της χώρας, μετά από συστηματικές και διαχρονικές πολιτικές παραχώρησης εθνικών δικαιωμάτων εις βάρος της πρωτογενούς παραγωγής και υπέρ της απαξίωσης της μεταποιητικής βάσης της χώρας -παραχωρήσεων που έγιναν με το «αζημιώτο», είναι η πικρή αλήθεια που αρεσκόμαστε να ξεχνάμε- με την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, το μόνο που θα πετυχαίναμε, θα ήταν να ανταλλάσσαμε τα λίγα σημερινά μας ευρώ με πολλές, κάθε μέρα και περισσότερες, δραχμές ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης. Ο αναμενόμενος υψηλός πληθωρισμός, θα έπληττε πρώτα τους ασθενέστερους και θα ακύρωνε τα όποια παράπλευρα θετικά αποτελέσματα, δημιουργώντας ακόμα περισσότερο πλούτο για όλους εκείνους που έχουν ασφαλίσει τα ρευστά τους διαθέσιμα εκτός της ελληνικής επικράτειας. Έτσι, ακούγεται σαν κακόγουστο αστείο η συζήτηση για επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, προτού ανασυγκροτηθεί η παραγωγική βάση της χώρας. Ένας λόγος παραπάνω, εφόσον οι πρέσες του εθνικού νομισματοκοπείου θα βρίσκονται υπό τον έλεγχο ανεπάγγελτων πολιτικών απατεώνων, σαν κι αυτούς από τους οποίους βρίθει σήμερα το πολιτικό μας σύστημα.
Ασφαλώς, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι πολλά πρέπει να γίνουν και πολλά να διορθωθούν προτού το κοινό νόμισμα μετουσιωθεί σε ένα εργαλείο ένωσης κι όχι πολιτικού διχασμού των ευρωπαϊκών λαών, αλλά καλώς ή κακώς τις κάναμε προ πολλού τις επιλογές μας χωρίς να φροντίσομε να αμβλύνομε τις αρνητικές συνέπειες αυτών των επιλογών, αλλά μόνο απολαύσαμε τις θετικές τους συνέπειες.
Ούτε μας βοηθάει καθόλου η προσφιλής μας τακτική να ρίχνομε τις δικές μας ευθύνες εκεί που δεν αναλογούν: όταν η παραγωγική βάση μιας χώρας είναι διαλυμένη, όταν μια κοινωνία βρίσκεται σε ανθρωπιστική κρίση αλλά συνεχίζει να φτιάχνει τη σκορδαλιά της με σκόρδα εισηγμένα από την Κίνα και συσκευασμένα στην Ιταλία, τότε ασφαλώς κάτι δεν πάει καλά.
Πρέπει όλοι όσοι αγωνιούμε για το μέλλον ετούτης της χώρας, να επιμείνουμε στην πίεση για να αρχίσει επιτέλους ο σχεδιασμός της παραγωγικής ανασυγκρότησης. Έπρεπε να έχει αρχίσει αυτή η συζήτηση από καιρό κι ασφαλώς δεν παράγουν καμία ωφέλεια οι πολιτικές διακηρύξεις αυτών που αρέσκονται σε λόγια που δεν συνοδεύονται από περιφερειακά και τοπικά επιχειρησιακά σχέδια∙ αντίθετα, παράγουν μόνο θυμηδία.
Η επιτυχία της διαπραγμάτευσης μεταξύ μιας μελλοντικής έντιμης ελληνικής κυβέρνησης με τους πιστωτές εξαρτάται, όχι από λογιστικά βέβαια, αλλά, από πραγματικά πρωτογενή πλεονάσματα. Τότε και μόνο τότε η σεισάχθεια που ευαγγελίζονται οι θιασώτες της πολιτικής της ρήξης με το νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό διευθυντήριο θα είναι μια ρεαλιστική πρόταση. Κι όταν η σεισάχθεια δυνητικά γίνει μια υλοποιήσιμη πρόταση, τότε και μόνο τότε θα καταστεί και πραγματικό διαπραγματευτικό εργαλείο.
Εν τω μεταξύ, οι πραγματικοί μισθοί υποχωρούν σε πρωτοφανή επίπεδα με την φαιδρή πρόφαση της αύξησης της ανταγωνιστικότητας, όταν η ελληνική οικονομία, σε σχέση με τους διαθέσιμους ανθρώπινους και τους άλλους πόρους της, πρακτικά παράγει ελάχιστα κι όταν η κοινωνία οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στην πλήρη εξαθλίωση, παραδομένη στα χέρια πολιτικών αγυρτών και κατασπαραγμένη από τα νύχια ντόπιων και ξένων μαυραγοριτών. Αυτά είναι τα πραγματικά μας προβλήματα κι όχι το νόμισμα με το οποίο θα κληθούμε αύριο-μεθαύριο να πληρώσουμε τα υπερκοστολογημένα φέρετρα των ασθενέστερων από μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου